- κοροκόσμιον
- κοροκόσμιον, τό,A girl's toy or ornament, of masks placed at crossroads, AB102, cf. Sch.Theoc.2.110.II pupil of the eye, PLond. 1821.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοροκόσμιον — κοροκόσμιον, τὸ (Α) 1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού 2. η κόρη τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ η + συνδετικό φωνήεν ο + κόσμ ιον «στολίδι» (< κόσμος)] … Dictionary of Greek
κοροκόσμιον — girl s toy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροκοσμίοις — κοροκόσμιον girl s toy neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροκοσμίων — κοροκόσμιον girl s toy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοροκόσμια — κοροκόσμιον girl s toy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)